- ταραξίπολις
- -όλιδος, ὁ, ἡ, Αάτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- τού ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + πόλις (πρβλ. ὀνησί-πολις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταραξίπολις — troubling the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραξιπόλιδες — ταραξίπολις troubling the city fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek